- χρωματίζομαι
- χρωματίζομαι, χρωματίστηκα, χρωματισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μεταχρώζομαι — (Μ) χρωματίζομαι πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + χρώζομαι «χρωματίζομαι»] … Dictionary of Greek
προσαποχρώννυμαι — Α χρωματίζομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποχρώννυμαι «χρωματίζομαι»] … Dictionary of Greek
προσεπιχρώννυμαι — Μ παίρνω κι άλλο χρώμα, χρωματίζομαι ακόμη περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιχρώννυμαι «χρωματίζομαι»] … Dictionary of Greek
εγχρώζω — ἐγχρῴζω και ἐγχρωννύω και ἐγχρώννυμι (Α) 1. χρίω 2. (το παθ.) ἐγχρῴζομαι α) χρωματίζομαι, γίνομαι ανεξίτηλο χρώμα β) συνδέομαι στερεά … Dictionary of Greek
κοινώ — κοινῶ, όω (Α) [κοινός] 1. κάνω γνωστό σε κάποιον κάτι, κοινοποιώ, μεταδίδω σε κάποιον κάτι, γνωστοποιώ, ανακοινώνω σε κάποιον κάτι (α. «τούτῳ θεοῡ μάντευμα κοινῶσαι θέλω», Ευρ.) β. «νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν», Πίνδ.) 2. κάνω κάποιον μέτοχο ενός… … Dictionary of Greek
υποχρώννυμι — Α (συν. το παθ.) ὑποχρώννυμαι χρωματίζομαι ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek